φιλοτελής

φιλοτελής
-ές, Ν
φιλοτελιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -τελής (< τέλος «φόρος, δασμός»), πρβλ. ισο-τελής. Η λ., στον πληθ. φιλοτελεῖς, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …   Dictionary of Greek

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

  • φιλοτελικός — ή, ό, Ν [φιλοτελής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φιλοτελισμό ή στους φιλοτελιστές …   Dictionary of Greek

  • φιλοτελισμός — Είναι η συλλογή γραμματοσήμων και άλλων ταχυδρομικών ενσήμων είτε για ευχαρίστηση είτε για κέρδος. Ο φ. γεννήθηκε σχεδόν αμέσως –μετά την εμφάνιση των πρώτων γραμματοσήμων– ως συλλεκτική μανία ή ως μόδα, γρήγορα όμως προσέλαβε και οικονομική… …   Dictionary of Greek

  • φιλοτελιστής — ο, θηλ. φιλοτελίστρια, Ν ο συλλέκτης γραμματοσήμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλοτελής + κατάλ. ιστής*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”